- πηκτικός
- -ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πηκτός]1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμονεοελλ.1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα τής σάρκας και τού περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά τού αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.
Dictionary of Greek. 2013.