πηκτικός

πηκτικός
-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πηκτός]
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα τής σάρκας και τού περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά τού αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηκτικός — freezing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτικόν — πηκτικός freezing masc acc sg πηκτικός freezing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτική — πηκτικός freezing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτικήν — πηκτικός freezing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτικώτερος — πηκτικός freezing masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pectin — (from Greek πηκτικός pektikos , congealed, curdled [ [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2382916 Pektikos, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek English Lexicon , at Perseus] ] ), a white …   Wikipedia

  • πηκτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πηκτικού, η ικανότητα ενός παράγοντα να πήζει κάτι ή να προκαλεί πήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • πηκτολυτικός — ή, ό, Ν φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • προκονβερτίνη — η, Ν (βιοχ.) ο πηκτικός παράγοντας τού πλάσματος τού αίματος, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη μετατροπή τής προθρομβίνης σε θρομβίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”